- κρεμανταλάς
- οάνθρωπος ψηλός και άχαρος, συνήθως περιορισμένης αντίληψης.[ΕΤΥΜΟΛ. πιθ. < *κρεμανταρ-άς, με ανομοίωση τού -ρ- σε -λ-, με πιθ. επίδραση τού μπουνταλάς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρεμανταλάς — ο θηλ. κρεμανταλού 1. ο πολύ ψηλός. 2. αυτός που έχει περιορισμένη διανοητικότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαντράχαλος — και μαντραχαλάς, ο (ειρωνικά για πρόσ.) πολύ ψηλός και άχαρος, κρεμανταλάς, μαγκλαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάντρα + χαλί «διχαλωτό ξύλο στις μάντρες για ανάρτηση» (για τη σημ. τής λ. πρβλ. κρεμανταλάς] … Dictionary of Greek
-αλάς — Γλωσσ. κατάλ. επιτατική ή μεγεθυντική, περιορισμένης παραγωγικότητας, που προήλθε ανομοιωτικά με τροπή τού ρ σε λ) από την κατάλ. αράς < άρα*, όταν στη λ. υπήρχε και άλλο ρ, ή από θηλ. ουσιαστικά σε άλα ή αρσ. σε αλος με την κατάληξη… … Dictionary of Greek
μούντζα — και μούτζα και μούζα, η (Μ μούντζα και μούτζα και μούζα) καπνιά, μουντζούρα νεοελλ. 1. κηλίδα, μελανιά 2. επίχριση τού προσώπου κάποιου με μουντζούρα για εξευτελισμό 3. υβριστική χειρονομία με προτεταμένη την παλάμη και ανοιχτά τα δάχτυλα, αλλ.… … Dictionary of Greek
νταγλαράς — ο (με ειρωνική σημ.) άνθρωπος πολύ ψηλός και άχαρος, κρεμανταλάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dağli «αυτός που ζει στο βουνό» < dağ «βουνό» + κατάλ. αράς] … Dictionary of Greek
χαχόλικος — η, ο, Ν [χαχόλος] 1. (για πρόσ.) μαντραχαλάς, κρεμανταλάς 2. (κατ επέκτ.) (για πράγμ.) χωριάτικος, χοντροκομμένος, άκομψος, άχαρος. επίρρ... χαχόλικα Ν με χαχόλικο τρόπο … Dictionary of Greek
μαντράχαλος — ο άνθρωπος υψηλόσωμος και άχαρος, ο κρεμανταλάς: Ο γιος της είναι μαντράχαλος και τεμπέλης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νταγλαράς — ο ο πολύ ψηλός, αλλά άχαρος, αλλ. κρεμανταλάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)